ἀμετάβλητοι

ἀμετάβλητοι
ἀμετάβλητος
unchangeable
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δικαίωμα — Ο όρος δ. έχει γενική έννοια και εκφράζει κάθε εξουσία ή προνόμιο, καθώς επίσης και κάθε ευχέρεια που αναγνωρίζουν οι νόμοι (θετικό δίκαιο) ή τα έθιμα σε ένα πρόσωπο. Παράλληλα, αναφέρεται και στη δυνατότητα που έχουν τα άτομα να διεκδικήσουν… …   Dictionary of Greek

  • κρίκετ — (cricket). Αθλητικό ομαδικό παιχνίδι στο οποίο χρησιμοποιείται μία μπάλα και ξύλινα ρόπαλα. Το κ. προέρχεται από την Αγγλία, όπου ήταν γνωστό από τον Μεσαίωνα. Τον 18o αι. έγιναν οι πρώτοι επίσημοι αγώνες κ. ανάμεσα στους συλλόγους κ., με… …   Dictionary of Greek

  • άμαξα και άρμα — Δύο πανάρχαια μέσα συγκοινωνίας, γνωστά με διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε όλους τους λαούς. Η ά. γεννήθηκε από την προσαρμογή στο έλκηθρο (που ήταν γνωστό από το 7000 π.Χ.) του τροχού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως βιοτεχνικό και… …   Dictionary of Greek

  • Γαλιλαίος — (Galileo Galilei, Πίζα 1564 – Αρτσέτρι, Φλωρεντία 1642). Ιταλός φυσικός και αστρονόμος. Οι επιστημονικές ανακαλύψεις του στη μηχανική και την αστρονομία και κυρίως η μαθηματική πειραματική μέθοδος που εφάρμοσε στις έρευνές του τον καθιέρωσαν ως… …   Dictionary of Greek

  • Δαρβίνος, Κάρολος Ροβέρτος — (Charles Robert Darwin, Σρούσμπερι 1809 – Ντάουν 1882). Άγγλος φυσιοδίφης. Αφού συμπλήρωσε τις σπουδές του στα πανεπιστήμια του Εδιμβούργου και του Κέιμπριτζ, από το 1831 έως το 1836 συμμετείχε ως φυσιοδίφης σε ένα μεγάλο ταξίδι με το πλοίο… …   Dictionary of Greek

  • εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”